union
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
union | unions |
Ετυμολογία
επεξεργασία- union < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική union
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαunion (en)
- το σωματείο, μια οργάνωση εργαζομένων, συνήθως σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία, που υπάρχει για την προστασία των συμφερόντων τους, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας κτλ.
- ⮡ She is the president of the workers’ union.
- Είναι η πρόεδρος του σωματείου των εργατών.
- ≈ συνώνυμα: labor union και trade union
- ⮡ She is the president of the workers’ union.
- η ένωση, μια ομάδα κρατών ή χωρών που έχουν την ίδια κεντρική κυβέρνηση ή που συμφωνούν να συνεργαστούν
- ⮡ the European Union - η Ευρωπαϊκή Ένωση
- (θεωρία συνόλων) ένωση συνόλων
- σύμβολο: ⋃
- ≠ αντώνυμα: intersection (σύμβολο: ⋂)
- συγγενικό: difference
- δείτε επίσης: union (set theory) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- union (set theory), εικόνες στα Wikimedia Commons
- (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) ένωση σχέσεων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- union στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαunion (fr)θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- union στην αγγλική Βικιπαίδεια