Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σμίξιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σμίξιμ
ο
τα
σμιξίμ
ατ
α
γενική
του
σμιξίμ
ατ
ος
των
σμιξιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
σμίξιμ
ο
τα
σμιξίμ
ατ
α
κλητική
σμίξιμ
ο
σμιξίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σμίξιμο
<
σμίγω
+
-ιμο
<
αρχαία ελληνική
μίσγω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈzmi.ksi.mo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
σμί
‐
ξι
‐
μο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σμίξιμο
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
σμίγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σμίξιμο
γαλλικά
:
union
(fr)