ενικός         πληθυντικός  
difference differences

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdɪfɹən(t)s/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

difference (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διαφορά, ο τρόπος με τον οποίο δύο άνθρωποι ή πράγματα δεν μοιάζουν μεταξύ τους· ο τρόπος με τον οποίο έχει αλλάξει κάποιος ή κάτι
    ⮡  the difference between summer and winter - η διαφορά μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα
    ⮡  I don’t see much difference between them.
    Δεν βλέπω πολύ διαφορά μεταξύ τους.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η διαφορά, το υπόλοιπο, το ποσό κάτι είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από κάτι άλλο
    ⮡  Despite that, they lost the game by a difference of 20 points.
    Παρ' όλα αυτά έχασαν το παιχνίδι με διαφορά 20 πόντους.
    ⮡  I will pay the difference by check.
    Θα πληρώσω τη διαφορά με επιταγή.
  3. η διαφορά, διαφωνία
    ⮡  Why can’t you settle your differences?
    Γιατί δεν λύνετε τις διαφορές σας;
  4. (θεωρία συνόλων) ο τελεστής (πράξη) της διαφοράς δύο συνόλων
    σύμβολα: - ή \
    συγγενικά: intersection, union
  5. (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) η διαφορά σχέσεων

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παρώνυμα

επεξεργασία