intersection
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intersection | intersections |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintersection (en)
- η διασταύρωση, η τομή ενός δρόμου με άλλον
- ⮡ the last house before the intersection - το τελευταίο σπίτι πριν από τη διασταύρωση
- ⮡ The house is located on the intersection of the streets Tsimiski and Aristotelous.
- Το σπίτι βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Τσιμισκή και Αριστοτέλους.
- (μη μετρήσιμο) η διχοτόμηση, η ενέργεια του να διχοτομώ
- (θεωρία συνόλων) ο τελεστής (πράξη) της τομής δύο συνόλων
- σύμβολο: ⋂
- ≠ αντώνυμα: union (σύμβολο: ⋃)
- συγγενικό: difference
- δείτε επίσης: intersection (set theory) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- intersection (set theory), εικόνες στα Wikimedia Commons
- βάσεις δεδομένων, στη σχεσιακή άλγεβρα) τομή σχέσεων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη intersect
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intersection | intersections |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintersection (fr) θηλυκό
- η διατομή
- η διασταύρωση, το σταυροδρόμι, το συμβολή
- (μαθηματικά) η τομή