Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
partition partitions

partition (en)

  1. το χώρισμα, κάτι που υποδιαιρεί ένα πράγμα σε μέρη ή διαχωρίζει ένα πράγμα από ένα άλλο, ιδίως ένα κατακόρυφο διαχωριστικό που χωρίζει ένα δωμάτιο στα δυο
    ⮡  a drawer/cupboard with many partitions - συρτάρι/ντουλάπι με πολλά χωρίσματα
  2. (μη μετρήσιμο) η διχοτόμηση, ο διαμελισμός μιας χώρας σε περισσότερες ανεξάρτητες χώρες
    ⮡  the intersection of Cyprus - η διχοτόμηση της Κύπρου
    the partition of Yugoslavia - ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας
     συνώνυμα: intersection
  3. (πληροφορική) το διαμέρισμα ενός μαγνητικού ή οπτικού μέσου
  4. (θεωρία συνόλων) ο διαμερισμός, η διαμέριση συνόλου[1]
    δείτε επίσης: partition of a set στην αγγλική Βικιπαίδεια

(πληροφορική)

ενεστώτας partition
γ΄ ενικό ενεστώτα partitions
αόριστος partitioned
παθητική μετοχή partitioned
ενεργητική μετοχή partitioning

partition (en)

  • διχοτομώ, χωρίζω ένα ενιαίο όλο σε δύο ίσα ή άνισα μέρη
    ⮡  Hellenism will not accept a partitioned Cyprus.
    Ο ελληνισμός δε θα δεχτεί την Κύπρο διχοτομημένη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη divide

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 67. Προσπέλαση 2020-02-28



  Ετυμολογία

επεξεργασία
partition < λατινική partitio (μοιρασιά) < partiri

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
partition partitions

partition (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η υποδιαίρεση
  2. (μουσική) η παρτιτούρα
  3. ο διαμελισμός (ενός κράτους, μιας επικράτειας), η διαίρεση, η διχοτόμηση
    la partition de la Yougoslavie - ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας
    la partition de Chypre - η διαίρεση της Κύπρου
  4. (πληροφορική) το διαμέρισμα ενός σκληρού δίσκου