partition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
partition | partitions |
partition (en)
- το χώρισμα, κάτι που υποδιαιρεί ένα πράγμα σε μέρη ή διαχωρίζει ένα πράγμα από ένα άλλο, ιδίως ένα κατακόρυφο διαχωριστικό που χωρίζει ένα δωμάτιο στα δυο
- ⮡ a drawer/cupboard with many partitions - συρτάρι/ντουλάπι με πολλά χωρίσματα
- (μη μετρήσιμο) η διχοτόμηση, ο διαμελισμός μιας χώρας σε περισσότερες ανεξάρτητες χώρες
- ⮡ the intersection of Cyprus - η διχοτόμηση της Κύπρου
- the partition of Yugoslavia - ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας
- ≈ συνώνυμα: intersection
- (πληροφορική) το διαμέρισμα ενός μαγνητικού ή οπτικού μέσου
- (θεωρία συνόλων) ο διαμερισμός, η διαμέριση συνόλου[1]
- δείτε επίσης: partition of a set στην αγγλική Βικιπαίδεια
Υπώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | partition |
γ΄ ενικό ενεστώτα | partitions |
αόριστος | partitioned |
παθητική μετοχή | partitioned |
ενεργητική μετοχή | partitioning |
partition (en)
- διχοτομώ, χωρίζω ένα ενιαίο όλο σε δύο ίσα ή άνισα μέρη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 67. Προσπέλαση 2020-02-28
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
partition | partitions |
partition (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η υποδιαίρεση
- (μουσική) η παρτιτούρα
- (κατ’ επέκταση) η μουσική σύνθεση
- ο διαμελισμός (ενός κράτους, μιας επικράτειας), η διαίρεση, η διχοτόμηση
- la partition de la Yougoslavie - ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας
- la partition de Chypre - η διαίρεση της Κύπρου
- (πληροφορική) το διαμέρισμα ενός σκληρού δίσκου