παρτιτούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρτιτούρα | οι | παρτιτούρες |
γενική | της | παρτιτούρας | — | |
αιτιατική | την | παρτιτούρα | τις | παρτιτούρες |
κλητική | παρτιτούρα | παρτιτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρτιτούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική partitura
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρτιτούρα θηλυκό
- μία ή περισσότερες σελίδες που έχουν καταγραμμένες, σε μουσική γραφή, τις νότες και τον τρόπο παιξίματος ενός μουσικού κομματιού