Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
score scores

score (en)

  1. το σκορ
    ⮡  The score was 2-2 in the first half.
    Στο πρώτο ημίχρονο το σκορ ήταν 2-2.
  2. (συνήθως περίπου) εικοσάδα, είκοσι
  3. η χαρακιά
  4. (μουσική) η παρτιτούρα
    ⮡  I can’t go to the rehearsal without my (musical) score!
    Δεν μπορώ να πάω στην πρόβα χωρίς την παρτιτούρα μου!
ενεστώτας score
γ΄ ενικό ενεστώτα scores
αόριστος scored
παθητική μετοχή scored
ενεργητική μετοχή scoring

score (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοράρω, βάζω γκολ
    ⮡  I was sure that I would score a goal.
    Ήμουν σίγουρος ότι θα σκοράρω γκολ.
    ⮡  The forward kicks the ball and scores a goal.
    Ο επιθετικός κλωτσάει την μπάλα και βάζει γκολ.
  2. χαράζω



      ενικός         πληθυντικός  
score scores

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

score (fr) αρσενικό