score
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
score | scores |
score (en)
- το σκορ
- ↪ The score was 2-2 in the first half.
- Στο πρώτο ημίχρονο το σκορ ήταν 2-2.
- ↪ The score was 2-2 in the first half.
- (συνήθως περίπου) εικοσάδα, είκοσι
- η χαρακιά
- (μουσική) η παρτιτούρα
- ↪ I can’t go to the rehearsal without my (musical) score!
- Δεν μπορώ να πάω στην πρόβα χωρίς την παρτιτούρα μου!
- ↪ I can’t go to the rehearsal without my (musical) score!
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | score |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scores |
αόριστος | scored |
παθητική μετοχή | scored |
ενεργητική μετοχή | scoring |
score (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοράρω, βάζω γκολ
- ↪ I was sure that I would score a goal.
- Ήμουν σίγουρος ότι θα σκοράρω γκολ.
- ↪ The forward kicks the ball and scores a goal.
- Ο επιθετικός κλωτσάει την μπάλα και βάζει γκολ.
- ↪ I was sure that I would score a goal.
- χαράζω
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
score | scores |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
score (fr) αρσενικό
- το σκορ