εικοσάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εικοσάδα < μεσαιωνική ελληνική εικοσάδα < ελληνιστική κοινή εἰκοσάς < αρχαία ελληνική εἴκοσι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.koˈsa.ða/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεικοσάδα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη είκοσι