Ετυμολογία

επεξεργασία

Αριθμητικό

επεξεργασία

είκοσι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

είκοσι ουδέτερο ή θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. ουδέτερο: ο ανώτερος σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
    πήρε το πρώτο του είκοσι στα μαθηματικά
     συνώνυμα: εικοσάρι
  2. ουδέτερο: οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 20
    μου δίνετε το κλειδί για το είκοσι σας παρακαλώ;
  3. ουδέτερο: το έτος 1920 και ή δεκαετία του 1920
  4. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ηλικία
    στα είκοσί του πήγε φαντάρος
  5. θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ημερομηνία
    στις είκοσι του μηνός

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία