εικοσάχρονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εικοσάχρονος -η -ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
εικοσάχρονος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
δεκαπεντάχρονος δεκαεξάχρονος δεκαεπτράχρονος δεκαοκτάχρονος δεκαεννιάχρονος εικοσάχρονος .. τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εικοσάχρονος
|