↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εβδομηντάχρονος η εβδομηντάχρονη το εβδομηντάχρονο
      γενική του εβδομηντάχρονου της εβδομηντάχρονης του εβδομηντάχρονου
    αιτιατική τον εβδομηντάχρονο την εβδομηντάχρονη το εβδομηντάχρονο
     κλητική εβδομηντάχρονε εβδομηντάχρονη εβδομηντάχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εβδομηντάχρονοι οι εβδομηντάχρονες τα εβδομηντάχρονα
      γενική των εβδομηντάχρονων των εβδομηντάχρονων των εβδομηντάχρονων
    αιτιατική τους εβδομηντάχρονους τις εβδομηντάχρονες τα εβδομηντάχρονα
     κλητική εβδομηντάχρονοι εβδομηντάχρονες εβδομηντάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εβδομηντάχρονος < εβδομήντα + -χρονος

  Επίθετο

επεξεργασία

εβδομηντάχρονος, -η, -ο

  1. που έχει ηλικία εβδομήντα ετών
  2. που έχει διάρκεια εβδομήντα ετών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

δεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εβδομηντάχρονος αρσενικό, εβδομηντάχρονη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία