εβδομηντάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεβδομηντάχρονος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαδεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεβδομηντάχρονος αρσενικό, εβδομηντάχρονη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εβδομηντάχρονος