εξηντάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξηντάχρονος, -η, -ο
- εξηντάχρονο κτίριο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαδεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξηντάχρονος
→ δείτε τη λέξη εξηκοντούτης |