πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -χρονος η -χρονη το -χρονο
      γενική του -χρονου της -χρονης του -χρονου
    αιτιατική τον -χρονο τη(ν) -χρονη το -χρονο
     κλητική -χρονε -χρονη -χρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -χρονοι οι -χρονες τα -χρονα
      γενική των -χρονων των -χρονων των -χρονων
    αιτιατική τους -χρονους τις -χρονες τα -χρονα
     κλητική -χρονοι -χρονες -χρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

-χρονος, -η, -ο

Αναφορές

επεξεργασία
  • -χρονος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)