-χρονος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -χρονος | η | -χρονη | το | -χρονο |
γενική | του | -χρονου | της | -χρονης | του | -χρονου |
αιτιατική | τον | -χρονο | τη(ν) | -χρονη | το | -χρονο |
κλητική | -χρονε | -χρονη | -χρονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -χρονοι | οι | -χρονες | τα | -χρονα |
γενική | των | -χρονων | των | -χρονων | των | -χρονων |
αιτιατική | τους | -χρονους | τις | -χρονες | τα | -χρονα |
κλητική | -χρονοι | -χρονες | -χρονα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -χρονος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-χρονος
- δεύτερο συνθετικό για τη δημιουργία επιθέτων που αναφέρονται σε αριθμητικό και δείχνουν:
- πρόσωπο το οποίο έχει την ηλικία του πρώτου συνθετικού
- κάποιον ή κάτι που διαρκεί όσα χρόνια δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- κάτι που εκτελείται ή λειτουργεί σε όσους χρόνους ή βήματα δηλώνει το πρώτο συνθετικό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
-χρονος
|