Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρίχρονος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τρίχρον
ος
η
τρίχρον
η
το
τρίχρον
ο
γενική
του
τρίχρον
ου
της
τρίχρον
ης
του
τρίχρον
ου
αιτιατική
τον
τρίχρον
ο
την
τρίχρον
η
το
τρίχρον
ο
κλητική
τρίχρον
ε
τρίχρον
η
τρίχρον
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τρίχρον
οι
οι
τρίχρον
ες
τα
τρίχρον
α
γενική
των
τρίχρον
ων
των
τρίχρον
ων
των
τρίχρον
ων
αιτιατική
τους
τρίχρον
ους
τις
τρίχρον
ες
τα
τρίχρον
α
κλητική
τρίχρον
οι
τρίχρον
ες
τρίχρον
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
τρίχρονος
<
τρί-
+
-χρονος
Επίθετο
Επεξεργασία
τρίχρονος, -η, -ο
που είναι
τριών
χρονών
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
τρίχρονος
αγγλικά
:
three
-year-old
(en)
γερμανικά
:
dreijährig
(de)