ισόχρονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισόχρονος < ελληνιστική κοινή ἰσόχρονος < αρχαία ελληνική ἴσος + χρόνος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈso.xɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σό‐χρο‐νος
Επίθετο επεξεργασία
ισόχρονος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανισόχρονος
- ισοχρονία
- ισοχρονισμός
- ισοχρονώ
- → δείτε τις λέξεις ίσος και χρόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισόχρονος