Ετυμολογία

επεξεργασία
ισοχρονώ < ελληνιστική κοινή ἰσοχρονέω < ἰσόχρονος

ισοχρονώ

  1. είμαι ισόχρονος
  2. (γραμματική) έχω τον ίδιο χρόνο με άλλη συλλαβή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία