ισοχρονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοχρονία < ισόχρονος + ισόχρον(ος) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισοχρονία θηλυκό
- (αφηγηματολογία) η παρουσίαση των γεγονότων από τον αφηγητή σε ίση χρονική διάρκεια με τον χρόνο που πραγματικά συνέβησαν
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισοχρονία
|