ίσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ίσο | τα | ίσα |
γενική | του | ίσου | των | ίσων |
αιτιατική | το | ίσο | τα | ίσα |
κλητική | ίσο | ίσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίσο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ίσος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίσο ουδέτερο
- (βυζαντινή μουσική) ένας βασικός, συνεχής τόνος που συνοδεύει την κύρια μελωδία στη βυζαντινή μουσική
Εκφράσεις
επεξεργασίακρατάω το ίσο
- (κυριολεκτικά) τραγουδώ τον ήχο του ίσου ψέλνοντας
- (μεταφορικά) συμφωνώ συνεχώς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ίσο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαίσο