Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίσο τα ίσα
      γενική του ίσου των ίσων
    αιτιατική το ίσο τα ίσα
     κλητική ίσο ίσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίσο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ίσος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίσο ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

κρατάω το ίσο

  1. (κυριολεκτικά) τραγουδώ τον ήχο του ίσου ψέλνοντας
  2. (μεταφορικά) συμφωνώ συνεχώς

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ίσο