πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεχής η συνεχής το συνεχές
      γενική του συνεχούς* της συνεχούς του συνεχούς
    αιτιατική τον συνεχή τη συνεχή το συνεχές
     κλητική συνεχή(ς) συνεχής συνεχές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεχείς οι συνεχείς τα συνεχή
      γενική των συνεχών των συνεχών των συνεχών
    αιτιατική τους συνεχείς τις συνεχείς τα συνεχή
     κλητική συνεχείς συνεχείς συνεχή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

συνεχής

  1. αυτός που δεν έχει διακοπές, αυτός που συμβαίνει αδιαλείπτως.
  2. ο συνεχόμενος
  3. ο συνδεόμενος
  4. αυτός που επικοινωνεί με άλλους χώρους ή καταστάσεις (συνεχή δωμάτια)
  5. που μπορεί να πάρει οποιαδήποτε τιμή μέσα σε ένα ευρύ πεδίο συνεχών τιμών

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / συνεχής τὸ συνεχές
      γενική τοῦ/τῆς συνεχοῦς τοῦ συνεχοῦς
      δοτική τῷ/τῇ συνεχεῖ τῷ συνεχεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν συνεχ τὸ συνεχές
     κλητική ! συνεχές συνεχές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ συνεχεῖς τὰ συνεχ
      γενική τῶν συνεχῶν τῶν συνεχῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς συνεχέσ(ν) τοῖς συνεχέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς συνεχεῖς τὰ συνεχ
     κλητική ! συνεχεῖς συνεχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συνεχεῖ τὼ συνεχεῖ
      γεν-δοτ τοῖν συνεχοῖν τοῖν συνεχοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

συνεχής, -ής, -ές