Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεχές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συνεχής ((φυσική) μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική continuum)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.neˈçes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐χές

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεχές ουδέτερο → δείτε την κλίση του ουδέτερου στο συνεχής

  1. (λόγιο) συνέχεια
  2. (λόγιο) συνάφεια
  3. (φυσική) ενιαία και αδιάσπαστη δομή που περιλαμβάνει τον χώρο και τον χρόνο ως διασυνδεδεμένες διαστάσεις και εντάσσεται στη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, σύμφωνα με την οποία ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι ξεχωριστές οντότητες αλλά μέρη ενός τετραδιάστατου συνεχούς

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

συνεχές


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

συνεχές