συνεχές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συνεχές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συνεχής ((φυσική) μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική continuum)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.neˈçes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐χές
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνεχές ουδέτερο → δείτε την κλίση του ουδέτερου στο συνεχής
- (λόγιο) συνέχεια
- (λόγιο) συνάφεια
- (φυσική) ενιαία και αδιάσπαστη δομή που περιλαμβάνει τον χώρο και τον χρόνο ως διασυνδεδεμένες διαστάσεις και εντάσσεται στη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, σύμφωνα με την οποία ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι ξεχωριστές οντότητες αλλά μέρη ενός τετραδιάστατου συνεχούς