πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δομή οι δομές
      γενική της δομής των δομών
    αιτιατική τη δομή τις δομές
     κλητική δομή δομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δομή < (ελληνιστική κοινή) δομή (κτίσμα) - η αρχαία σημασία διατηρείται σήμερα στα σύνθετα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δομή θηλυκό

  1. η διάρθρωση ενός συνόλου καθώς και το σύνολο που χαρακτηρίζεται από μία τέτοια διάρθρωση
  2. (πληροφορική) ομαδοποίηση δεδομένων ώστε να είναι διαχειρίσιμα ως ομάδα, σαν μία οντότητα (βλ. δομή δεδομένων)

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία