δομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δομικός | η | δομική | το | δομικό |
γενική | του | δομικού | της | δομικής | του | δομικού |
αιτιατική | τον | δομικό | τη | δομική | το | δομικό |
κλητική | δομικέ | δομική | δομικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δομικοί | οι | δομικές | τα | δομικά |
γενική | των | δομικών | των | δομικών | των | δομικών |
αιτιατική | τους | δομικούς | τις | δομικές | τα | δομικά |
κλητική | δομικοί | δομικές | δομικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδομικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία δομικός