υπερδομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπερδομή < υπερ- + δομή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική superstructure[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπερδομή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερδομή
|
- ↑ υπερδομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας