εποικοδόμημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εποικοδόμημα < ελληνιστική κοινή ἐποικοδόμημα < αρχαία ελληνική ἐποικοδομέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική superstructure)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εποικοδόμημα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) οποιαδήποτε δομή είναι στηριγμένη πάνω σε μια άλλη
- ↪η βάση του τείχους είναι χτισμένη με μεγάλους ογκόλιθους και το εποικοδόμημα αποτελείται από πλίνθους.
- (μεταφορικά) οι θεσμοί, αρχές, αντιλήψεις και ιδέες μιας κοινωνίας, τα οποία στηρίζονται στην οικονομική δομή της κοινωνίας σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εποικοδομώ, οίκος και δόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εποικοδόμημα