Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εποικοδομώ < αρχαία ελληνική ἐποικοδομέω / ἐποικοδομῶ

  Ρήμα επεξεργασία

εποικοδομώ (παθητική φωνή: εποικοδομούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία