Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εποικοδομή οι εποικοδομές
      γενική της εποικοδομής των εποικοδομών
    αιτιατική την εποικοδομή τις εποικοδομές
     κλητική εποικοδομή εποικοδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εποικοδομή < (ελληνιστική κοινήἐποικοδομή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εποικοδομή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία