Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐποικοδομή αἱ ἐποικοδομαί
      γενική τῆς ἐποικοδομῆς τῶν ἐποικοδομῶν
      δοτική τῇ ἐποικοδομ ταῖς ἐποικοδομαῖς
    αιτιατική τὴν ἐποικοδομήν τὰς ἐποικοδομᾱ́ς
     κλητική ! ἐποικοδομή ἐποικοδομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐποικοδομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐποικοδομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐποικοδομή < αρχαία ελληνική ἐποικοδομέω < οἶκος + δομέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐποικοδομή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία