οικοδομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικοδομώ < αρχαία ελληνική οἰκοδομέω / οἰκοδομῶ < οἶκος + δομέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ko.ðoˈmo/
Ρήμα
επεξεργασίαοικοδομώ
- χτίζω ένα οικοδόμημα, ένα κτίσμα
- (μεταφορικά) αναπτύσσω μια σχέση, μια άποψη κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία
|
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οικοδομώ | οικοδομούσα | θα οικοδομώ | να οικοδομώ | οικοδομώντας | |
β' ενικ. | οικοδομείς | οικοδομούσες | θα οικοδομείς | να οικοδομείς | (οικοδόμει) | |
γ' ενικ. | οικοδομεί | οικοδομούσε | θα οικοδομεί | να οικοδομεί | ||
α' πληθ. | οικοδομούμε | οικοδομούσαμε | θα οικοδομούμε | να οικοδομούμε | ||
β' πληθ. | οικοδομείτε | οικοδομούσατε | θα οικοδομείτε | να οικοδομείτε | οικοδομείτε | |
γ' πληθ. | οικοδομούν(ε) | οικοδομούσαν(ε) | θα οικοδομούν(ε) | να οικοδομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οικοδόμησα | θα οικοδομήσω | να οικοδομήσω | οικοδομήσει | ||
β' ενικ. | οικοδόμησες | θα οικοδομήσεις | να οικοδομήσεις | οικοδόμησε | ||
γ' ενικ. | οικοδόμησε | θα οικοδομήσει | να οικοδομήσει | |||
α' πληθ. | οικοδομήσαμε | θα οικοδομήσουμε | να οικοδομήσουμε | |||
β' πληθ. | οικοδομήσατε | θα οικοδομήσετε | να οικοδομήσετε | οικοδομήστε | ||
γ' πληθ. | οικοδόμησαν οικοδομήσαν(ε) |
θα οικοδομήσουν(ε) | να οικοδομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οικοδομήσει | είχα οικοδομήσει | θα έχω οικοδομήσει | να έχω οικοδομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις οικοδομήσει | είχες οικοδομήσει | θα έχεις οικοδομήσει | να έχεις οικοδομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει οικοδομήσει | είχε οικοδομήσει | θα έχει οικοδομήσει | να έχει οικοδομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οικοδομήσει | είχαμε οικοδομήσει | θα έχουμε οικοδομήσει | να έχουμε οικοδομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε οικοδομήσει | είχατε οικοδομήσει | θα έχετε οικοδομήσει | να έχετε οικοδομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οικοδομήσει | είχαν οικοδομήσει | θα έχουν οικοδομήσει | να έχουν οικοδομήσει |
|