Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοδομώ < αρχαία ελληνική οἰκοδομέω / οἰκοδομῶ < οἶκος + δομέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ko.ðoˈmo/

  Ρήμα επεξεργασία

οικοδομώ

  1. χτίζω ένα οικοδόμημα, ένα κτίσμα
  2. (μεταφορικά) αναπτύσσω μια σχέση, μια άποψη κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία