Δείτε επίσης: ἀποικοδομῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποικοδομώ < από + οικοδομώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική abbauen

αποικοδομώ (παθητική φωνή: αποικοδομούμαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία