αποικοδομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποικοδομώ < από + οικοδομώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική abbauen
Ρήμα
επεξεργασίααποικοδομώ (παθητική φωνή: αποικοδομούμαι)
- (χημεία) διασπώ μια οργανική ουσία, ώστε τα συστατικά που θα προκύψουν να απορροφηθούν από το περιβάλλον
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποικοδομημένος
- αποικοδόμηση
- αποικοδομήσιμος
- βιοαποικοδομήσιμος
- → δείτε τη λέξη οικοδομώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποικοδομώ | αποικοδομούσα | θα αποικοδομώ | να αποικοδομώ | αποικοδομώντας | |
β' ενικ. | αποικοδομείς | αποικοδομούσες | θα αποικοδομείς | να αποικοδομείς | (αποικοδόμει) | |
γ' ενικ. | αποικοδομεί | αποικοδομούσε | θα αποικοδομεί | να αποικοδομεί | ||
α' πληθ. | αποικοδομούμε | αποικοδομούσαμε | θα αποικοδομούμε | να αποικοδομούμε | ||
β' πληθ. | αποικοδομείτε | αποικοδομούσατε | θα αποικοδομείτε | να αποικοδομείτε | αποικοδομείτε | |
γ' πληθ. | αποικοδομούν(ε) | αποικοδομούσαν(ε) | θα αποικοδομούν(ε) | να αποικοδομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποικοδόμησα | θα αποικοδομήσω | να αποικοδομήσω | αποικοδομήσει | ||
β' ενικ. | αποικοδόμησες | θα αποικοδομήσεις | να αποικοδομήσεις | αποικοδόμησε | ||
γ' ενικ. | αποικοδόμησε | θα αποικοδομήσει | να αποικοδομήσει | |||
α' πληθ. | αποικοδομήσαμε | θα αποικοδομήσουμε | να αποικοδομήσουμε | |||
β' πληθ. | αποικοδομήσατε | θα αποικοδομήσετε | να αποικοδομήσετε | αποικοδομήστε | ||
γ' πληθ. | αποικοδόμησαν αποικοδομήσαν(ε) |
θα αποικοδομήσουν(ε) | να αποικοδομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποικοδομήσει | είχα αποικοδομήσει | θα έχω αποικοδομήσει | να έχω αποικοδομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποικοδομήσει | είχες αποικοδομήσει | θα έχεις αποικοδομήσει | να έχεις αποικοδομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποικοδομήσει | είχε αποικοδομήσει | θα έχει αποικοδομήσει | να έχει αποικοδομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποικοδομήσει | είχαμε αποικοδομήσει | θα έχουμε αποικοδομήσει | να έχουμε αποικοδομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποικοδομήσει | είχατε αποικοδομήσει | θα έχετε αποικοδομήσει | να έχετε αποικοδομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποικοδομήσει | είχαν αποικοδομήσει | θα έχουν αποικοδομήσει | να έχουν αποικοδομήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποικοδομώ