αποικοδομήσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποικοδομήσιμος < αποικοδομώ + -σιμος
Επίθετο επεξεργασία
αποικοδομήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να αποικοδομηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποικοδομώ και οικοδομώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποικοδομήσιμος
|