• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αποικοδόμηση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποικοδόμηση οι αποικοδομήσεις
      γενική της αποικοδόμησης
& αποικοδομήσεως
των αποικοδομήσεων
    αιτιατική την αποικοδόμηση τις αποικοδομήσεις
     κλητική αποικοδόμηση αποικοδομήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αποικοδόμηση < αποικοδομώ + -ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αποικοδόμηση θηλυκό

  • (χημεία): η διάσπαση οργανικών ενώσεων σε απλούστερες ενώσεις μέχρι ανόργανα υλικά

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αποικοδομώ
  • αποικοδομήσιμος
  • → δείτε τις λέξεις από και οικοδομώ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αποικοδόμηση
  • αγγλικά : disintegration (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποικοδόμηση&oldid=4863009"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 19:27

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 19:27.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie