• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αποικοδόμηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποικοδόμηση οι αποικοδομήσεις
      γενική της αποικοδόμησης* των αποικοδομήσεων
    αιτιατική την αποικοδόμηση τις αποικοδομήσεις
     κλητική αποικοδόμηση αποικοδομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποικοδομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποικοδόμηση < αποικοδομώ + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποικοδόμηση θηλυκό

  • (χημεία): η διάσπαση οργανικών ενώσεων σε απλούστερες ενώσεις μέχρι ανόργανα υλικά

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αποικοδομώ
  • αποικοδομήσιμος
  • → δείτε τις λέξεις από και οικοδομώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αποικοδόμηση
  • αγγλικά : decomposition (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποικοδόμηση&oldid=5455925"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 04:44

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 04:44.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας