αποικοδόμηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποικοδόμηση < αποικοδομώ + -ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αποικοδόμηση θηλυκό
- (χημεία): η διάσπαση οργανικών ενώσεων σε απλούστερες ενώσεις μέχρι ανόργανα υλικά
Επεξεργασία
- αποικοδομώ
- αποικοδομήσιμος
- → δείτε τις λέξεις από και οικοδομώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αποικοδόμηση