Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποικοδομημένος η αποικοδομημένη το αποικοδομημένο
      γενική του αποικοδομημένου της αποικοδομημένης του αποικοδομημένου
    αιτιατική τον αποικοδομημένο την αποικοδομημένη το αποικοδομημένο
     κλητική αποικοδομημένε αποικοδομημένη αποικοδομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποικοδομημένοι οι αποικοδομημένες τα αποικοδομημένα
      γενική των αποικοδομημένων των αποικοδομημένων των αποικοδομημένων
    αιτιατική τους αποικοδομημένους τις αποικοδομημένες τα αποικοδομημένα
     κλητική αποικοδομημένοι αποικοδομημένες αποικοδομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αποικοδομημένος




  Μεταφράσεις επεξεργασία