βιοδιασπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβιοδιασπώ (παθητική φωνή: βιοδιασπώμαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βιοδιασπάω - βιοδιασπώ | βιοδιασπούσα | θα βιοδιασπάω - βιοδιασπώ | να βιοδιασπάω - βιοδιασπώ | βιοδιασπώντας | |
β' ενικ. | βιοδιασπάς | βιοδιασπούσες | θα βιοδιασπάς | να βιοδιασπάς | βιοδιάσπα - βιοδιάσπαγε | |
γ' ενικ. | βιοδιασπάει - βιοδιασπά | βιοδιασπούσε | θα βιοδιασπάει - βιοδιασπά | να βιοδιασπάει - βιοδιασπά | ||
α' πληθ. | βιοδιασπάμε - βιοδιασπούμε | βιοδιασπούσαμε | θα βιοδιασπάμε - βιοδιασπούμε | να βιοδιασπάμε - βιοδιασπούμε | ||
β' πληθ. | βιοδιασπάτε | βιοδιασπούσατε | θα βιοδιασπάτε | να βιοδιασπάτε | βιοδιασπάτε | |
γ' πληθ. | βιοδιασπάν(ε) - βιοδιασπούν(ε) | βιοδιασπούσαν(ε) | θα βιοδιασπάν(ε) - βιοδιασπούν(ε) | να βιοδιασπάν(ε) - βιοδιασπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βιοδιάσπησα | θα βιοδιασπήσω | να βιοδιασπήσω | βιοδιασπήσει | ||
β' ενικ. | βιοδιάσπησες | θα βιοδιασπήσεις | να βιοδιασπήσεις | βιοδιάσπα - βιοδιάσπησε | ||
γ' ενικ. | βιοδιάσπησε | θα βιοδιασπήσει | να βιοδιασπήσει | |||
α' πληθ. | βιοδιασπήσαμε | θα βιοδιασπήσουμε | να βιοδιασπήσουμε | |||
β' πληθ. | βιοδιασπήσατε | θα βιοδιασπήσετε | να βιοδιασπήσετε | βιοδιασπήστε | ||
γ' πληθ. | βιοδιάσπησαν βιοδιασπήσαν(ε) |
θα βιοδιασπήσουν(ε) | να βιοδιασπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βιοδιασπήσει | είχα βιοδιασπήσει | θα έχω βιοδιασπήσει | να έχω βιοδιασπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βιοδιασπήσει | είχες βιοδιασπήσει | θα έχεις βιοδιασπήσει | να έχεις βιοδιασπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βιοδιασπήσει | είχε βιοδιασπήσει | θα έχει βιοδιασπήσει | να έχει βιοδιασπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βιοδιασπήσει | είχαμε βιοδιασπήσει | θα έχουμε βιοδιασπήσει | να έχουμε βιοδιασπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βιοδιασπήσει | είχατε βιοδιασπήσει | θα έχετε βιοδιασπήσει | να έχετε βιοδιασπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βιοδιασπήσει | είχαν βιοδιασπήσει | θα έχουν βιοδιασπήσει | να έχουν βιοδιασπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιοδιασπώ
|