Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοδιασπώ < βιο- + διασπώ

  Ρήμα επεξεργασία

βιοδιασπώ (παθητική φωνή: βιοδιασπώμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία