ανοικοδόμητος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανοικοδόμητος < ελληνιστική κοινή ἀνοικοδόμητος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανοικοδόμητος, -η, -ο
- που δεν έχει ανοικοδομηθεί
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη οικοδομώ