οικοδομήσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοδομήσιμος < οικοδομώ + -σιμος
Επίθετο επεξεργασία
οικοδομήσιμος -η -ο
- που μπορεί να οικοδομηθεί
- οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοδομήσιμος
οικοδομήσιμος -η -ο