ανοικοδομημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανοικοδομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανοικοδομώ
Μετοχή
επεξεργασίαανοικοδομημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανοικοδομώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανοικοδομημένος
|
ανοικοδομημένος, -η, -ο
|