↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοικοδομημένος η ανοικοδομημένη το ανοικοδομημένο
      γενική του ανοικοδομημένου της ανοικοδομημένης του ανοικοδομημένου
    αιτιατική τον ανοικοδομημένο την ανοικοδομημένη το ανοικοδομημένο
     κλητική ανοικοδομημένε ανοικοδομημένη ανοικοδομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοικοδομημένοι οι ανοικοδομημένες τα ανοικοδομημένα
      γενική των ανοικοδομημένων των ανοικοδομημένων των ανοικοδομημένων
    αιτιατική τους ανοικοδομημένους τις ανοικοδομημένες τα ανοικοδομημένα
     κλητική ανοικοδομημένοι ανοικοδομημένες ανοικοδομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοικοδομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανοικοδομώ

ανοικοδομημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ανοικοδομώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία