• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανοικοδόμηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοικοδόμηση οι ανοικοδομήσεις
      γενική της ανοικοδόμησης* των ανοικοδομήσεων
    αιτιατική την ανοικοδόμηση τις ανοικοδομήσεις
     κλητική ανοικοδόμηση ανοικοδομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανοικοδομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοικοδόμηση < αρχαία ελληνική ἀνοικοδόμησις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανοικοδόμηση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ανοικοδομώ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις ανοικοδομώ, οικοδομώ, οίκος και δόμος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ανοικοδόμηση
  • αγγλικά : rebuilding (en), reconstruction (en)
  • γαλλικά : reconstruction (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανοικοδόμηση&oldid=5453573"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 22:22

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 22:22.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας