ενικός         πληθυντικός  
reconstruction reconstructions

Ετυμολογία

επεξεργασία
reconstruction < re- + construction

Ουσιαστικό

επεξεργασία

reconstruction (en)

  1. η ανακατασκευή, η ανάπλαση, η ανοικοδόμηση
  2. (μνημονική) η διασκευή μνήμης
  3. (μετρήσιμο) η αναπαράσταση, η παράσταση κάτι που δεν υπάρχει ή που δεν έχει πλέον τη μορφή που είχε
      a reconstruction of the Acropolis as it was in classical times - αναπαράσταση της Aκρόπολης όπως ήταν στους κλασικούς χρόνους
      a reconstruction of the Hagia Sofia before it was destroyed - αναπαράσταση τής Αγίας Σοφίας προτού καταστραφεί
  4. (μετρήσιμο) η αναπαράσταση ενός εγκλήματος από τις αστυνομικές αρχές
      reconstruction of a crime - αναπαράσταση εγκλήματος