ανασύσταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανασύσταση | οι | ανασυστάσεις |
γενική | της | ανασύστασης* | των | ανασυστάσεων |
αιτιατική | την | ανασύσταση | τις | ανασυστάσεις |
κλητική | ανασύσταση | ανασυστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασυστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανασύσταση < ανασυστήνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reconstitution)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανασύσταση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ανασυστήνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ανασυστήνω και στάση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασύσταση