αναπαράσταση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναπαράσταση < ἀναπαράστασις στην καθαρεύουσα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναπαράσταση θηλυκό
- το ζωντάνεμα ενός σκηνικού, μιας σκηνής από το παρελθόν (με έμψυχα ή άψυχα στοιχεία) σε τρισδιάστατη απόδοση, σε πλαστική απεικόνιση
- αναπαράσταση των ανακτόρων της Κνωσσού σε μακέτα
- αναπαράσταση τής Αγίας Σοφίας προτού καταστραφεί
- η κατά εικασίες επανάληψη μιας εγκληματικής πράξης για να διερευνηθούν ακριβέστερα οι συνθήκες τέλεσης, να διευκολυνθεί η αναζήτηση του δράστη ή και να αποκλεισθεί η ομολογία ενός ατόμου που παραδόθηκε ως δράστης χωρίς να έχει διαπράξει αυτός το έγκλημα
- αναπαράσταση εγκλήματος
- η εικαστική απεικόνιση γεγονότος από το παρελθόν ή προσώπου
- οι μουσουλμάνοι δεν δέχονται τις αναπαραστάσεις αγίων
| width=1% | |bgcolor="#f8f8f8" valign=top align=left width=48%|
|}