ενικός         πληθυντικός  
representation representations

Ετυμολογία

επεξεργασία
representation < represent + -ation

Ουσιαστικό

επεξεργασία

representation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παράσταση, η αναπαράσταση, η πράξη της παρουσίασης κάποιου ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
      a graphic representation of economic developments - μια γραφική παράσταση των οικονομικών εξελίξεων
      the representation of country life - η αναπαράσταση της αγροτικής ζωής
     συνώνυμα:  depiction και portrayal
  2. (μη μετρήσιμο) η εκπροσώπηση, το να εκπροσωπείται κάποιος από άλλον
      exclusive/proportional representation - αποκλειστική/αναλογική εκπροσώπηση
      diplomatic/legal/official representation - διπλωματική/νομική/επίσημη εκπροσώπηση
      The law provides for equal representation of all organizations.
    Ο νόμος προβλέπει την ισότιμη εκπροσώπηση όλων των οργανώσεων.