portrayal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
portrayal | portrayals |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαportrayal (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η απεικόνιση, η αναπαράσταση, η περιγραφή, η πράξη της παρουσίασης ή της περιγραφής κάποιου ή κάτι σε μια εικόνα, θεατρικό έργο, βιβλίο κτλ.
- ⮡ The portrayal of the character in the movie was very realistic.
- Η απεικόνιση του χαρακτήρα στην ταινία ήταν πολύ ρεαλιστική.
- ⮡ a portrayal of Christ’s journey to Golgotha - αναπαράσταση της πορείας του Xριστού προς το Γολγοθά
- ⮡ a shocking portrayal of the battle - συγκλονιστική περιγραφή της μάχης
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη representation
- ⮡ The portrayal of the character in the movie was very realistic.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη portray