περιγραφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιγραφή < αρχαία ελληνική περιγραφή
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιγραφή θηλυκό
- η λεπτομερειακή απόδοση με προφορικό ή γραπτό λόγο μιας εικόνας, μορφής ή ενός γεγονότος
- η αφήγηση, η εξιστόρηση
- (γεωμετρία) η εγγραφή ενός σχήματος γύρω από κάποιο άλλο, ώστε η περιφέρεια του δεύτερου να εφάπτεται στην περιφέρεια του πρώτου
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιγραφή
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιγραφή θηλυκό
- το περίγραμμα, η εξωτερική γραμμή που περικλείει ένα σχήμα
- περιφέρεια, περιοχή
- περιορισμός
- εξαπάτηση