• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εξαπάτηση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαπάτηση οι εξαπατήσεις
      γενική της εξαπάτησης
& εξαπατήσεως
των εξαπατήσεων
    αιτιατική την εξαπάτηση τις εξαπατήσεις
     κλητική εξαπάτηση εξαπατήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξαπάτηση < αρχαία ελληνική ἐξαπάτησις

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ.ksa.ˈpa.ti.si/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εξαπάτηση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξαπατώ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξαπάτηση
  • αγγλικά : deception (en)
  • γαλλικά : supercherie (fr)
  • ιταλικά : soperchieria (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξαπάτηση&oldid=4863851"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 07:57

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 07:57.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie