διήγηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διήγηση | οι | διηγήσεις |
γενική | της | διήγησης & διηγήσεως |
των | διηγήσεων |
αιτιατική | τη | διήγηση | τις | διηγήσεις |
κλητική | διήγηση | διηγήσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διήγηση < αρχαία ελληνική διήγησις < διηγέομαι / διηγοῦμαι < διά + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂g-
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiˈi.ʝi.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διήγηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διηγούμαι, η (γραπτή ή προφορική) εξιστόρηση ενός γεγονότος ή μιας σειράς γεγονότων που είτε συνέβησαν είτε προέκυψαν από τη φαντασία κάποιου
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διήγηση
|