↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαντασία οι φαντασίες
      γενική της φαντασίας των φαντασιών
    αιτιατική τη φαντασία τις φαντασίες
     κλητική φαντασία φαντασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαντασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαντασία
για τη μουσική < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική fantasia < αρχαία ελληνική φαντασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fan.daˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐ντα‐σί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαντασία θηλυκό

  1. (ψυχολογία) η ψυχική ικανότητα της αναπαράστασης γεγονότων ή πραγμάτων
  2. (μειωτικό) κάτι που δεν είναι πραγματικό αλλά έχει αναπαραχθεί στο μυαλό κάποιου
    ⮡  αυτά έγιναν μόνο στη φαντασία του
  3. (μεταφορικά) έπαρση
  4. (μουσική) μουσική σύνθεση με ελεύθερη μορφή

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φαντασί αἱ φαντασίαι
      γενική τῆς φαντασίᾱς τῶν φαντασιῶν
      δοτική τῇ φαντασί ταῖς φαντασίαις
    αιτιατική τὴν φαντασίᾱν τὰς φαντασίᾱς
     κλητική ! φαντασί φαντασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαντασί
γεν-δοτ τοῖν  φαντασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

φαντασία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαντασία θηλυκό

  1. εμφάνιση, εξωτερική όψη
  2. (φιλοσοφία) η δύναμη μέσω της οποίας κάποια έννοια γίνεται φανερή στο νου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)