φανταστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φανταστικός < αρχαία ελληνική φανταστικός < φαντασία + -ικός (2,3: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fantastique)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fan.da.stiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασία
φανταστικός, -ή, -ό
- πλάσμα της φαντασίας, μη πραγματικός
- που γίνεται αντιληπτός με τη φαντασία
- εξωπραγματικός, υπερφυσικός
- εξαιρετικός, εντυπωσιακός, απίστευτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλάσμα της φαντασίας
εξαιρετικός πολύ ωραίος
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
φανταστικός
Πηγές
επεξεργασία
- φανταστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.