υπερφυσικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερφυσικός < αρχαία ελληνική ὑπερφυσικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.fi.siˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαυπερφυσικός, -ή, -ό
- που ξεπερνά τους νόμους της φύσης, που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός χάρη σ' αυτούς ή να ερμηνευθεί βάσει αυτών
- ≈ συνώνυμα: (ανεξήγητος), υπερκόσμιος
- ≠ αντώνυμα: φυσικός, φυσιολογικός
- που ξεπερνάει τα φυσιολογικά μέτρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερφυσικός