μεταφυσικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταφυσικός < μεταφυσική
Επίθετο επεξεργασία
μεταφυσικός
- (φιλοσοφία), (θρησκεία) που ασχολείται με τη μεταφυσική
- (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) ο υπερβατικός, που προκαλεί το δέος
- ο πολύ δύσκολος στη σύλληψη, ο δυσκολονόητος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταφυσικός
|