Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμεταφυσικός η αντιμεταφυσική το αντιμεταφυσικό
      γενική του αντιμεταφυσικού της αντιμεταφυσικής του αντιμεταφυσικού
    αιτιατική τον αντιμεταφυσικό την αντιμεταφυσική το αντιμεταφυσικό
     κλητική αντιμεταφυσικέ αντιμεταφυσική αντιμεταφυσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμεταφυσικοί οι αντιμεταφυσικές τα αντιμεταφυσικά
      γενική των αντιμεταφυσικών των αντιμεταφυσικών των αντιμεταφυσικών
    αιτιατική τους αντιμεταφυσικούς τις αντιμεταφυσικές τα αντιμεταφυσικά
     κλητική αντιμεταφυσικοί αντιμεταφυσικές αντιμεταφυσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιμεταφυσικός < αντι- + μεταφυσικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική antimetaphysical [1][2]

  Επίθετο επεξεργασία

αντιμεταφυσικός, -ή, -ό

  1. που αντίκειται στη μεταφυσική ή το μεταφυσικό ή δεν σχετίζεται μ’ αυτά
  2. (φιλοσοφία, ουσιαστικοποιημένο) φιλόσοφος ή στοχαστής με αντιμεταφυσικές απόψεις, που είναι αντίθετος με τη μεταφυσική
    1. → δείτε και τη λέξη αντιμεταφυσική

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αντιμεταφυσικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αντιμεταφυσικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. αντιμεταφυσικόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας